ἐνεδυναμοῦτο

ἐνεδυναμοῦτο
ἐνδυναμόω
strengthen
imperf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγχύνω — Α επιφέρω σε κάποιον σύγχυση, προκαλώ ψυχική ταραχή ή δημιουργώ απορία («Σαῡλος δὲ μᾱλλον ἐνεδυναμοῡτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χύνω, άλλος τ. ενεστ. αντί τού χέω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”